ἀρίου

ἀρίου
ἄριοι
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρίου — Ἄριος masc/neut gen sg Ἄριος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκυλωτός — ή, ό (Α ἀγκυλωτός, ή, όν) [ἀγκυλώ] νεοελλ.1. κυρτός, καμπύλος 2. φρ. «αγκυλωτός σταυρός» συμβολικός σταυρός που οι βραχίονες του κάμπτονται σε ορθή γωνία, πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, συνήθως προς τα δεξιά. Τον βαθύτερο συμβολισμό του… …   Dictionary of Greek

  • Άγριον — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Τοποθετείται κοντά στις εκβολές του ποταμού Σταυρωμένου του νομού Ρεθύμνης. Στο μέρος αυτό βρέθηκαν σημαντικές αρχαιότητες, μεταξύ των οποίων πολλά νομίσματα και ένα επιτύμβιο ανάγλυφο που παριστάνει νεαρό κυνηγό με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”